- ἀρχιερατείας
- ἀρχιερατείᾱς , ἀρχιερατείαpontificatus maximusfem acc plἀρχιερατείᾱς , ἀρχιερατείαpontificatus maximusfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… … Dictionary of Greek
Ονώριος — I (Κωνσταντινούπολη 384 – Ραβένα 423). Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (395 423) μετά την οριστική διαίρεση της (395) από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μεγάλο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Η βασιλεία του Ο. –που… … Dictionary of Greek
διαποίμανση — η (Μ διαποίμανσις) η άσκηση τής πνευματικής αρχής και τής διοίκησης τής επισκοπής από αρχιερέα κατά τη διάρκεια τής αρχιερατείας του … Dictionary of Greek
διαποιμαίνω — (AM διαποιμαίνω) [ποιμαίνω] (για ιεράρχη) ποιμαίνω το ποίμνιο και ασκώ τη διοίκηση τής επισκοπής κατά το διάστημα τής αρχιερατείας μου αρχ. διοικώ … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… … Dictionary of Greek
Σίλβεστρος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Σ. A’, πάπας Ρώμης (314 335). Η μνήμη του τιμάται στις 2 Ιανουαρίου. >Σίλβεστρος, όνομα παπών της Ρώμης. 2. Μαρτύρησε στην Παλαιστίνη με σπαθί, μαζί με το Σωφρόνιο. Η μνήμη του τιμάται την 1η… … Dictionary of Greek
ДИОДОР I — Диодор I, Патриарх Иерусалимский. Фотография. Кон. ХХ в. Диодор I, Патриарх Иерусалимский. Фотография. Кон. ХХ в. (Каривалис) (14.08.1923, о в Хиос, Греция 19.12.2000, Иерусалим), Патриарх Иерусалимский (c 1 марта 1981). Окончил начальную школу… … Православная энциклопедия